μελαινίς

μελαινίς
μελαινίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. ως κύριο όν. η Μελαινίς
προσωνυμία τής Αφροδίτης στην Κόρινθο («ἧ καὶ Ἀφροδίτη ἡ ἐν Κορίνθῳ ἡ Μελαινὶς καλουμένη νυκτὸς ἐπιφαινομένη ἐμήνυεν ἐραστῶν ἔφοδον πολυταλάντων», Αθήν.)
2. είδος θαλάσσιου δίθυρου κοχυλιού που τό χρησιμοποιούσαν για να πίνουν, αλλ. πελωρίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μελαιν- τού μέλαινα + επίθημα -ίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Μελαινίς — the black fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελαινίς — the black fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελαινίδα — Μελαινίς the black fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελαινίδα — μελαινίς the black fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελαινίδες — Μελαινίς the black fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελαινίδες — μελαινίς the black fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελαινίδος — Μελαινίς the black fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελαινίδος — μελαινίς the black fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελαινίδ' — Μελαινίδα , Μελαινίς the black fem acc sg Μελαινίδι , Μελαινίς the black fem dat sg Μελαινίδε , Μελαινίς the black fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελαινίδ' — μελαινίδα , μελαινίς the black fem acc sg μελαινίδι , μελαινίς the black fem dat sg μελαινίδε , μελαινίς the black fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”